- κενοδοντίς
- κεν-οδοντίς, ίδος, ἡ,A toothless, AP6.297 (Phan.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κενοδοντίς — κενοδοντίς, ίδος, ἡ (Α) αυτή που δεν έχει δόντια, ξεδοντιασμένη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + ὀδούς, ὀδόντος, ὁ] … Dictionary of Greek
κενοδοντίδα — κενοδοντίς toothless fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεν(ο)- — (ΑΜ κεν[ο] και κενε[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) παρουσιάζει έλλειψη ή ανεπάρκεια («κενανδρία», «κενόσαρκος»), β) είναι άδειο («κεναγγία», «κενοτάφιο»), γ) είναι μεταφορικά άδειο, στερείται περιεχομένου… … Dictionary of Greek